- πολυτραφής
- -ές, Α(για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τραφής (< θ. τραφ- τού τρέφω*, πρβλ. ἐ-τράφ-ην), πρβλ. ευ-τραφής].
Dictionary of Greek. 2013.